κλιματίας

κλιματίας
κλιματίας, ὁ (Α)
(ενν. σεισμός) ο επικλίντης*, δηλ. ο σεισμός που δονεί τη γη κατά οξείες γωνίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλίμα, -ατος + επίθημα -ίας (πρβλ. αινιγματ-ίας, τραυματ-ίας)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κλιματίας — κλιματίᾱς , κλιματίας masc acc pl κλιματίᾱς , κλιματίας masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλιματίαι — κλιματίας masc nom/voc pl κλιματίᾱͅ , κλιματίας masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλιματίαν — κλιματίᾱν , κλιματίας masc acc sg (attic epic doric aeolic) κλιματίας masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”